Ο Πάνος Γεωργίου μάς κράτησε συντροφιά σε ένα ταξίδι μοναδικό. Τώρα, οι φωτογραφίες και οι λέξεις του «ζωγραφίζουν» τις τελευταίες μας μέρες στην Αιθιοπία.  

“Τα φασαριόζικα πουλιά σαν ρολόι καλοκουρδισμένο μας ξυπνάνε νωρίς. Έξω χαράζει και το χωριό αρχίζει να ζωντανεύει. Τυλιγμένοι με χρωματιστές κουβέρτες, οι χωρικοί μιλάνε περιμένοντας τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να τους ζεστάνουν. Μια σύντομη βόλτα στο χωριό και ετοιμαζόμαστε να επιστρέψουμε στον σταθμό της Ανασόρα. Μυρίζω τον καφέ που ο Στέλιος αλέθει από μακριά και δεν μπορώ να περιμένω τη σειρά μου. Μετά από δυο γύρους απόλαυσης ξεκινάμε πάλι την περιπέτεια μας. 

Στο ραδιόφωνο η μουσική έπαιζε δυνατά και ξυπνήσαμε για τα καλά. Οι Αιθίοπες λατρεύουν τον Μπομπ Μάρλεϊ, όπως και εκείνος λάτρεψε την Αιθιοπία και πέρασε αρκετό χρόνο από τη σύντομη ζωή του στη γειτονική πόλη Σασεμένε. Μου είναι πλέον ξεκάθαρο το γιατί, μιας και δεν μπορώ να φανταστώ τίποτα πιο ταιριαστό για τη διαδρομή ανάμεσα στην πυκνή τροπική βλάστηση και τις διάσπαρτες καλύβες που περνάμε στο διάβα μας. Φτάνοντας πάλι στον σταθμό, βλέπω το ίδιο μαγικό τοπίο αυτή τη φορά πολύβουο και φανταχτερό μιας και οι περισσότερες γυναίκες του χωριού με τα χρωματιστά τους ρούχα διαλέγουν τους κόκκους του καφέ έναν έναν. 

Η διαδικασία όμορφη και τα πειράγματα μεταξύ τους απανωτά. Ποιος ξέρει άραγε τι να έλεγαν, σίγουρα όμως το κέφι τους ήταν σε υψηλά επίπεδα. Η ομάδα διάσπαρτη εξερευνούσε κάθε σπιθαμή του σταθμού για ώρες μέχρι που γεμίσαμε εικόνες. Η πλαγιά γεμάτη από κόσμο και καφέ κάτω από τον ζεστό μεσημεριανό ήλιο φαινόταν τώρα πανέμορφη. Φευγαλέα μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα του να απολαμβάνεις σε αυτό το ζεστό και υγρό περιβάλλον έναν παγωμένο εσπρέσο. Διάσπαρτα και άναρχα, χωρίς κανένας μας να πει τίποτα σε κανέναν, βρισκόμαστε στο διπλανό χωριό ανάμεσα σε δεκάδες παιδιά που μάλλον επέστρεφαν από το σχολείο εκείνη την ώρα. Η μεγάλη ανηφοριά μέχρι την πλατεία με κατέβαλε, αλλά για καλή μου τύχη μια μηχανή πέρασε και ο οδηγός της σταμάτησε να ανέβω. 

Λίγο παραπάνω είδα τον Πάνο να παίζει πινγκ-πoνγκ σε ένα υπαίθριο τραπέζι που αυτοσχέδια είχαν κατασκευάσει τα παιδιά. 

Κάπου εκεί τριγύρω ο Σάββας και ο Στέλιος και στην πλατεία ο Κωνσταντίνος και ο Σαμ. Εκείνη τη στιγμή όλοι μας αντιληφθήκαμε ότι ζούμε κάτι μοναδικό. Συγκεντρωμένοι στην πλατεία πλέον, ετοιμαζόμαστε να ξεκινήσουμε για τον επόμενο προορισμό μας. Μας παίρνει λίγη ώρα μιας και όλοι στην πλατεία θέλουν να δουν την περίεργη παρέα μας που βρέθηκε ξαφνικά μαζεμένη εκεί. 

Αφού αποχαιρετήσαμε τους πάντες, ξεκινήσαμε για το μακρύ ταξίδι μας μέχρι την περιοχή Γιργασέφε. Μέσα από ατελείωτους χωματόδρομους διασχίζουμε τα όμορφα βουνά του Κοτσέρε, που μας αποζημιώνουν με τη θέα στα οροπέδια και τα πυκνά δάση. Καφεόδεντρα αριστερά και δεξιά στη διαδρομή μας δείχνουν τον δρόμο. Το φως πέφτει πολύ γρήγορα στις ψηλές πλαγιές και ο ήλιος κρύβεται πίσω από τα βουνά. Στις στροφές που ο δρόμος κατηφορίζει κάθετα ανάμεσα στα βουνά, οι τελευταίες ακτίνες μας τυφλώνουν και μας ζεσταίνουν. Νομίζω ότι το ανέφερα και παραπάνω, αλλά η χώρα αυτή είναι πολύχρωμη, τα ρούχα είναι πολύχρωμα, το φαγητό, η φύση, καθώς επίσης και τα συναισθήματα μας τελικά. 

Έτσι πολύχρωμα μας υποδέχτηκε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων στον επόμενο σταθμό μας. Καφές! Διαλογή, αποξήρανση, πλύσιμο και τσουβάλια παντού! Το άρωμα ως γνωστόν αναδύεται αργότερα με το ψήσιμο των κόκκων, αλλά κάτι μαγικό γίνεται σε αυτό το μέρος και ήδη φαντάζομαι τα αρώματα από ανανά ίσως, σοκολάτα και πλούσια βελούδινα αρώματα από λουλούδια. Θα ήθελα να πω ότι εδώ ο καφές είναι οργανικός είτε από επιλογή είτε επειδή οι άνθρωποι δεν είναι εξοικειωμένοι με τη χρήση χημικών. 

Αφού κάναμε μια βόλτα και φωτογραφίζαμε τριγύρω, έφτασε η ώρα του φαγητού. Τοπικά προϊόντα μαγειρεμένα μπροστά μας στη φύση, μας γεμίζουν μυαλό και στομάχι. Γεμάτοι περισσότερο πλέον πρέπει να φύγουμε μιας και το ταξίδι της επιστροφής αναμένεται μακρύ, δύσκολο και σκονισμένο. Κάπως έτσι βλέπουμε τον ήλιο να χάνεται οριστικά και να ανηφορίζουμε στον φιδίσιο δρόμο που μας οδηγεί πίσω. 

Πίσω στη Χαβάσα τελικά, μιας και οι προβλέψεις μας για τη διάρκεια του ταξιδιού έπεσαν μερικές ώρες έξω. Το κούνημα στη διαδρομή μας έριξε σε έναν λήθαργο και σταδιακά σε ύπνο, καθώς ένιωσα να κλείνουν τα μάτια μου μερικές φορές. Μάλιστα, κάποια στιγμή πετάχτηκα απότομα με τον τρόπο που σου παίρνει μερικά δευτερόλεπτα να διαπιστώσεις πού βρίσκεσαι και τι ώρα είναι. Γυρίζοντας απότομα είδα τους υπόλοιπους, πλην του οδηγού ευτυχώς, να κοιμούνται βαθιά σε πραγματικά άβολες θέσεις στον ελάχιστο χώρο που υπήρχε για όλους και για όσα κουβαλούσαμε μαζί. Βαλίτσες, κάμερες, δείγματα καφέ, χέρια, πόδια, ένας χαμός που προσπαθεί να στενέψει λίγο το μυαλό μας και να μας επαναφέρει πίσω στην πραγματικότητα

Επιτέλους φτάσαμε στη Χαβάσα. Έστω και αν ο τελικός προορισμός μας απέχει αρκετά, η επιλογή του ενδιάμεσου σταθμού φάνηκε ανακουφιστική ιδέα. Η επιμονή μας να χορτάσουμε όσο μπορούμε την κουλτούρα της χώρας, μας έφερε στο τοπικό μπαρ που την περίοδο των ζεστών ημερών σφύζει από ζωή, αλλά τώρα ήμασταν εμείς και μερικές ακόμα παρέες ντόπιων. Αψηφώντας την κούραση χορεύουμε και γελάμε με την ψυχή μας. Ο ιδιοκτήτης του μπαρ εκτελεί και χρέη ταξί χωρίς χρέωση και μας πάει πίσω στο ξενοδοχείο μας. Μια σειρά από αστεία περιστατικά όπως σπασμένα κλειδιά, λάθος δωμάτια και πολύ σπρέι κουνουπιών κλείνει τη μέρα μας.

Το πρωινό ραντεβού στις 7 μας βρίσκει αγουροξυπνημένους να περιμένουμε τον οδηγό μας που μάλλον χρειάστηκε λίγο παραπάνω ύπνο, αφού είχε οδηγήσει την προηγούμενη μέρα αρκετά. Ο δρόμος ήδη γεμάτος από προσκυνητές της διπλανής εκκλησίας και τροπικά πουλιά έκαναν σαματά. Πάλι οι μαϊμούδες προσπαθούν να δείξουν με κάθε τρόπο ποιος είναι το αφεντικό στην πόλη. Το τοπίο μοιάζει να δέχεται μια μικρή επιδρομή από ουρανό και γη με τις περισσότερες μαϊμούδες να προτιμούν τη διαδρομή από κλαδί σε κλαδί, σκεπή ή οροφή αυτοκινήτου και μερικές από αυτές, οι περισσότερο ατρόμητες υποθέτω, περπατούν στον δρόμο. 

Ρίχνουμε μια τελευταία ματιά στη λίμνη και μια τελευταία προσπάθεια να δούμε τους ιπποπόταμους που ζουν δίπλα από τα σπίτια. Τεμπέλικα πλάσματα αυτοί οι ιπποπόταμοι κοιμούνται ακόμα. Όμορφα χρώματα από σκούρο μπλε μέχρι λευκό και ο ορίζοντας αόρατος, αφού η υγρασία λειτουργεί σαν συγκολλητικό υλικό μεταξύ ουρανού και νερού, εξαφανίζοντας τη γραμμή που τα χωρίζει. Οδηγούμε πλέον στον κεντρικό δρόμο πίσω για την Αντίς, όπου μας προέκυψε μια μικρή παράκαμψη πριν πάμε να εξερευνήσουμε την ντόπια κουλτούρα του καφέ

Από τύχη λοιπόν γνωρίσαμε τον ιδιοκτήτη του χθεσινού ξενοδοχείου καλύτερα και η συζήτηση αυθόρμητα πήγε στην τεράστια παράδοση της χώρας σε έναν ακόμα τομέα εκτός του καφέ. Τον αθλητισμό και συγκεκριμένα τους δρομείς των μεγάλων αποστάσεων. Ο νέος φίλος μας λοιπόν είχε ένα φίλο στενό, τον θρύλο των μεγάλων αποστάσεων Χαιλέ Γκεμπρεσελασίε. Στο άκουσμα ότι είμαστε θαυμαστές του, σαν ερασιτέχνες δρομείς που είμαστε οι περισσότεροι της παρέας, δεν θα μπορούσαμε άλλωστε να μην είμαστε, κανόνισε μια συνάντηση μαζί του στο γραφείο του στην Αντίς να τα πούμε για τη ζωή και το τρέξιμο. 

Φτάνοντας στην Αντίς κατευθυνθήκαμε στον ουρανοξύστη που στεγάζεται το γραφείο του Χαιλέ, ο οποίος μας περίμενε γεμάτος χαρά, πιθανότατα περισσότερη για τον φίλο του, αλλά και πάλι η χαρά ήταν το συναίσθημα που επικράτησε σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψης. Μετά από λίγα μυστικά και πολλά μαθήματα ζωής χαιρετήσαμε τον Χαιλέ και ξεκινήσαμε για τη βόλτα μας στα καφέ της πόλης. Ξέχασα να αναφέρω, ο Χαιλέ αστειευόμενος μου είπε σε κάποια στιγμή ότι αν αγωνιστούμε μαζί τώρα, πιθανότατα θα με κερδίσεις, αλλά δεν ξέρω αν οι υπόλοιποι της παρέας θα το επιβεβαιώσουν. Θα το θυμάμαι κάθε φορά που θα βλέπω το βιβλίο που μας χάρισε με φωτογραφίες από τη μυθική του πορεία. Διασχίζοντας την πόλη κάθετα φτάσαμε στους πρόποδες ενός λόφου, όπου η παλιά γειτονιά στεκόταν ακόμα σχεδόν ανέγγιχτη από τον χρόνο. Εκεί, σαν σκηνικό από ταινία συνεχίζει σε μια αέναη επανάληψη να σερβίρει τους πελάτες του το θρυλικό καφέ Τομόκα

Πιθανότατα τον πρώτο καφέ στη περιοχή, που μετουσίωσε τους κόπους των ντόπιων αγροτών σε γευστικό χαρμάνι, το οποίο μπορούν να απολαύσουν και οι ίδιοι παρασκευασμένο με μεθόδους που σέβονται την πρώτη ύλη και την ποιότητα του καφέ

Πολυάσχολοι νεαροί θαμώνες και λιγότερο απασχολημένοι ηλικιωμένοι αποτελούν την πελατεία μαζί με μερικές οικογένειες, που με τη σειρά τους παίρνουν μέρος στην ιεροτελεστία. Αφού ο Πάνος, ο Στέλιος, ο Κωνσταντίνος και ο Σάββας εξέτασαν προσεκτικά κάθε λεπτομέρεια και κάθε τρόπο παραγωγής καφέ, φύγαμε με ενέργεια στα πόδια μας και το άρωμα του καφέ τριγύρω μας. Μια μέρα ανέμελη και όμορφη πέρασε γρήγορα και ήρθε η ώρα να συναντήσουμε την ντόπια κοινότητα των αγροτών και παραγωγών καφέ. 

Μια στιγμή σημαντική, μιας και είναι η μοναδική ευκαιρία για εμάς να ευχαριστήσουμε προσωπικά και να σφίξουμε το χέρι στους ανθρώπους εκείνους που παράγουν αυτό το μοναδικό προϊόν που μας γεμίζει τη ζωή. Το παράγουν με αγάπη και σεβασμό όπως του αρμόζει, μιας και η πραγματικότητα είναι ότι οι παραγωγοί καφέ εδώ δεν βασίζονται καθόλου στην ποσότητα παρά μόνο στην ποιότητα. Μικροί παραγωγοί όλοι τους φροντίζουν να έχουμε τη μεγαλύτερη απόλαυση, αφού δοκιμάσουμε τον καφέ τους. 

Γρήγορα περνάνε οι μέρες τελικά και ήδη είμαστε στο τελευταίο βράδυ στην Αντίς. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να είναι λιγότερο μεγάλο από τα προηγούμενα. Δεν είναι πολλά που μπορώ να περιγράψω εύκολα για τη νυχτερινή ζωή της Αντίς, εκτός της απέραντης αγάπης που τρέφουν όλοι εδώ για τη μουσική. Οι μουσικοί ταυτίζονται με το κοινό, αφού το μόνο που τους χωρίζει είναι η ικανότητα να τραγουδήσουν τον πόνο, την αγάπη και τη χαρά και όχι η απόσταση από τη σκηνή και ο τρόπος ζωής των μουσικών. 

Φτάσαμε, λοιπόν, στην ώρα του αποχαιρετισμού, αφού ακολουθούσε μια σύντομη επίσκεψη – έκπληξη στο Ναϊρόμπι της Κένυας. Φυσικά, η Αντίς έκανε κάποια μικρά κόλπα και μας κράτησε ακόμα μερικές ώρες, αφού χάσαμε την πτήση μας στην προσπάθεια να επισκεφτούμε ένα τελικό σταθμό εξαγωγής του καφέ, για να διαπιστώσουμε πώς αποφασίζουν ελέγχοντας κόκκο κόκκο ποιος τελικά θα μπει στο καφέ σακί που όλοι γνωρίζουμε και θα ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι για κάθε γωνιά του κόσμου

Λίγος χρόνος ανασύνταξης στο αεροδρόμιο και με την επόμενη πτήση βρισκόμαστε στο Ναϊρόμπι. Η μικρή διάρκεια της επίσκεψης δεν είναι αρκετή να μας κρατήσει σε αργούς ρυθμούς και βρισκόμαστε να κυνηγάμε τον χρόνο τις επόμενες δυο μέρες, προσπαθώντας να πάρουμε όση περισσότερη γεύση μπορούμε από το Ναϊρόμπι και την κοντινή επαρχία, καθώς επίσης και από την ντόπια ξεχωριστή παραγωγή καφέ. 

Προσπαθώντας να συνεχίσω το κείμενο μετά από τέσσερις εβδομάδες, διαπιστώνω ότι η Αιθιοπία είναι τόσο βαθιά μέσα μου πλέον, που αδυνατώ να συνεχίσω να γράφω για την Κένυα. Δεν ξεμπέρδεψα με την Αφρική ακόμα, πιστεύοντας ότι μια μέρα θα επιστρέψω εδώ στην Κένυα να τη γνωρίσω καλύτερα και να μάθω τι επιτέλους είναι η λέξη που μου έλεγε σχεδόν μια ολόκληρη φυλή στην επαρχία Μτσανα, όταν πέρναγα από δίπλα τους. Πάντως, όσο προσπαθούσα να πω τη δύσκολή λέξη όλοι γελούσαν συνωμοτικά. Ποιος ξέρει; 

Ξημερώματα Σαββάτου, μερικές μέρες μετά, φτάνουμε με μια μικρή καθυστέρηση στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης. Η ώρα περασμένη και έχοντας τη βεβαιότητα ότι χάσαμε την επόμενη πτήση για Αθήνα, κατεβαίνουμε από το αεροπλάνο κάπως χαμένοι ακόμα. Στην είσοδο, μας περιμένει κάποιος υπεύθυνος του αεροδρομίου και αγχωμένος με κοφτές ανάσες μετά από τρέξιμο μας λέει ότι αν τρέξουμε κυριολεκτικά πολύ, προλαβαίνουμε την πτήση μας. Τρέχοντας με όλες τις δυνάμεις μας, έχοντας τη δύναμη της Αφρικής μέσα μας, τις ευλογίες του Χαιλέ και πιθανότατα ενέργεια από τον άπειρο καφέ που απολαύσαμε όλες αυτές τις μέρες, κάνουμε ένα τελικό σπριντ μεγάλης απόστασης και τελειώνουμε με αυτό τον τρόπο μια μεγαλειώδη περιπέτεια. Δεν θέλω να προσπαθήσω να βρω ιδανικό επίλογο γιατί δεν υπάρχει. 

Ήταν μια όμορφη παρέα που αγαπάει τον καφέ και την περιπέτεια και έτσι ανάκατα σας είπα μερικά από όσα έζησα τις μέρες εκείνες. Η ζωή έχει κάποια σημεία καμπής που ο άνθρωπος αλλάζει και βρίσκει μια καινούργια μεγάλη ευθεία να βαδίσει με ασφάλεια και σκοπό. 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΜΑΜΑ ΑΦΡΙΚΗ.”